τραγιάσκα

τραγιάσκα
cap

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραγιάσκα — η, Ν είδος καπέλου με γείσο, κασκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. φρ. trăiască Grecia «ζήτω η Ελλάδα», που φώναζαν Ρουμάνοι εκδρομείς στην Αθήνα επευφημώντας την ελληνική ομάδα σε ποδοσφαιρική συνάντηση και πετώντας τους σκούφους τους στον αέρα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τραγιάσκα — η (λ. ρουμ.), είδος λαϊκού κασκέτου με γείσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”